εὐίατος: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐίατος]], -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιατός]] «[[θεραπεύσιμος]]» <span style="color: red;"><</span> [[ιώμαι]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐίατος]], -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιατός]] «[[θεραπεύσιμος]]» <span style="color: red;"><</span> [[ιώμαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐίᾱτος:''' -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. εὐί-ητος, ον, (ἰάομαι)
A easy to heal or remedy, Arist.EN 1121a20, Thphr.HP5.4.5, Porph.Abst.1.56, freq. in Comp., Hp.Art. 14, X.Eq.4.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1072] wohl zu heilen, Xen. re equ. 4, 2; Luc. Abdic. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐίᾱτος: -ον, (ἰάομαι) εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐίατος, -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ιατός «θεραπεύσιμος» < ιώμαι].
Greek Monotonic
εὐίᾱτος: -ον (ἰάομαι), αυτός που γιατρεύεται εύκολα, σε Ξεν.