εὐάντυξ: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάντυξ]] (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντυξ]], -<i>γος</i>]. | |mltxt=[[εὐάντυξ]] (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντυξ]], -<i>γος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot,
A with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).
German (Pape)
[Seite 1057] υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. Κατὰ Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
à la belle voûte.
Étymologie: εὖ, ἄντυξ.
Greek Monolingual
εὐάντυξ (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο
αρχ.
(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, -γος].
Greek Monotonic
εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.