Θεσσαλός: Difference between revisions
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[Θεσσαλός]], -ή, -όν και θηλ. [[Θεσσαλίς]], Α αττ. τ. [[Θετταλός]] θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κάτοικος]] της Θεσσαλίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεσσαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θεσσαλὸν [[νόμισμα]]» — κίβδηλο [[νόμισμα]]<br />β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — [[είδος]] πέδιλου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θεσσαλὸν [[σόφισμα]]» — θεσσαλική [[πανουργία]], [[ψευτιά]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[Θεσσαλός]], -ή, -όν και θηλ. [[Θεσσαλίς]], Α αττ. τ. [[Θετταλός]] θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)<br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[κάτοικος]] της Θεσσαλίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεσσαλικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «θεσσαλὸν [[νόμισμα]]» — κίβδηλο [[νόμισμα]]<br />β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — [[είδος]] πέδιλου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «θεσσαλὸν [[σόφισμα]]» — θεσσαλική [[πανουργία]], [[ψευτιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Θεσσᾰλός:''' Αττ. Θεττ-, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ο [[Θεσσαλός]], αυτός που κατάγεται από τη [[Θεσσαλία]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· παροιμ., Θεσσαλὸν [[σόφισμα]], θεσσαλικό [[τέχνασμα]], από το δύσπιστο και άστατο χαρακτήρα των ανθρώπων, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> θηλ., Θεσσαλὶς [[κυνῆ]], θεσσαλικό [[καπέλο]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. Θεττ-, ή, όν, Thessalian, Hdt. 5.63, etc.: prov., Θ. σόφισμα a Thessalian trick, E.Ph.1407; Θ. νόμισμα, i.e. false money, Phot.; Thess. Πετθαλός IG9(2).258 (Cierium), 517.14 (Larissa); Boeot. Φετταλός (as pr. n.) ib.7.2430.8. II pr. n. of a physician of the Methodic School:—hence Adj. Θεσσάλειος, α, ον, Gal.15.763,al. III fem. Θεσσαλίς, ίδος, Thessalian, κυνῆ S.OC314: as Subst. Θετταλίς, ἡ, a kind of shoe, Lysipp.2.
Greek (Liddell-Scott)
Θεσσᾰλός: Ἀττ. Θεττ-, ὁ, ὡς καὶ νῦν Ἡρόδ., κτλ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, τέχνασμα Θεσσαλ. ἐκ τοῦ ἀπίστου χαρακτῆρος τοῦ λαοῦ, Εὐρ. ἐν Φοιν. 1407˙ Θ. νόμισμα, δηλ. κίβδηλον, Φώτ. Οἱ Θεσσαλοὶ ἦσαν γνωστοὶ διὰ τὴν λαιμαργίαν των, ἴδε Θεσσαλικός. ΙΙ. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ Σοφ. Ο. Κ. 314˙ ὡς οὐσιαστ., θεσσαλίς, ἡ, εἶδος πεδίλου, Λύσιππ. ἐν Βακχ. 2, Πολυδ. Ζ΄, 100 κ. ἀλλ., Ἡσύχ., Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Thessalie, Thessalien.
English (Autenrieth)
a son of Heracles, father of Pheidippus and Antiphus, Il. 2.679†.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ Θεσσαλός, -ή, -όν και θηλ. Θεσσαλίς, Α αττ. τ. Θετταλός θηλ. Θετταλή και Θετταλίς και θεσσ. τ. Πετθαλός και βοιωτ. τ. Φετταλός)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Θεσσαλίας
αρχ.
1. θεσσαλικός
2. φρ. α) «θεσσαλὸν νόμισμα» — κίβδηλο νόμισμα
β) «θεσσαλὶς κυνῆ» και ως ουσ. «ἡ θεσσαλὶς» — είδος πέδιλου
3. παροιμ. «θεσσαλὸν σόφισμα» — θεσσαλική πανουργία, ψευτιά.
Greek Monotonic
Θεσσᾰλός: Αττ. Θεττ-, ὁ,
I. ο Θεσσαλός, αυτός που κατάγεται από τη Θεσσαλία, σε Ηρόδ., κ.λπ.· παροιμ., Θεσσαλὸν σόφισμα, θεσσαλικό τέχνασμα, από το δύσπιστο και άστατο χαρακτήρα των ανθρώπων, σε Ευρ.
II. θηλ., Θεσσαλὶς κυνῆ, θεσσαλικό καπέλο, σε Σοφ.