θιασάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[θιασάρχης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διευθύνει θίασο, [[αρχηγός]] θιάσου ηθοποιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, [[ιδίως]] [[κατά]] τις εορτές [[προς]] τιμήν του Βάκχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θίασος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δεκατ</i>-<i>άρχης</i>, <i>πολιτ</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>]. | |mltxt=ο (Α [[θιασάρχης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διευθύνει θίασο, [[αρχηγός]] θιάσου ηθοποιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, [[ιδίως]] [[κατά]] τις εορτές [[προς]] τιμήν του Βάκχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θίασος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δεκατ</i>-<i>άρχης</i>, <i>πολιτ</i>-<i>άρχης</i>, <i>τελετ</i>-<i>άρχης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θιᾰσάρχης:''' -ου, ὁ, ο [[αρχηγός]] ενός <i>θιάσου</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leader of a θίασος, Luc.Peregr.11.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ, Vorsteher, Anführer eines θίασος, Luc. Peregr. 11.
Greek (Liddell-Scott)
θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς θιάσου, Λουκ. Περεγρ. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’un thiase, qui organise et dirige un thiase.
Étymologie: θίασος, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο (Α θιασάρχης)
νεοελλ.
αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών
αρχ.
αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν του Βάκχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + -άρχης (πρβλ. δεκατ-άρχης, πολιτ-άρχης, τελετ-άρχης].
Greek Monotonic
θιᾰσάρχης: -ου, ὁ, ο αρχηγός ενός θιάσου, σε Λουκ.