θεόκραντος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[πραγματοποιώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημό</i>-<i>κραντος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>κραντος</i>].
|mltxt=[[θεόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[πραγματοποιώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημό</i>-<i>κραντος</i>, <i>πολεμό</i>-<i>κραντος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκραντος Medium diacritics: θεόκραντος Low diacritics: θεόκραντος Capitals: ΘΕΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: theókrantos Transliteration B: theokrantos Transliteration C: theokrantos Beta Code: qeo/krantos

English (LSJ)

ον,

   A accomplished or wrought by the gods, A.Ag.1488.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκραντος: -ον, τελεσθεὶς ἢ ποιηθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1488, Χριστόδ. Ἐκφρ. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accompli par les dieux.
Étymologie: θεός, κραίνω.

Greek Monolingual

θεόκραντος, -ον (Α)
αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημό-κραντος, πολεμό-κραντος].

Greek Monotonic

θεόκραντος: -ον (κραίνω), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.