θύρη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θύρη]], ἡ (Α)<br />ιων. και επικ. τ. του [[θύρα]].———————— <b>(II)</b><br />[[θύρη]], τὰ (Μ)<br />η [[πύλη]], τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[θύρα]] με [[μεταβολή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θύρη]], ἡ (Α)<br />ιων. και επικ. τ. του [[θύρα]].———————— <b>(II)</b><br />[[θύρη]], τὰ (Μ)<br />η [[πύλη]], τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[θύρα]] με [[μεταβολή]] γένους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θύρη:''' [[θύρηθε]], Ιων. και Επικ. αντί [[θύρα]], [[θύραθεν]].
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρη Medium diacritics: θύρη Low diacritics: θύρη Capitals: ΘΥΡΗ
Transliteration A: thýrē Transliteration B: thyrē Transliteration C: thyri Beta Code: qu/rh

English (LSJ)

θύρηθι, Ion. and Ep. for θύρα, θύραθι.

Greek (Liddell-Scott)

θύρη: θύρηθε, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ θύρα, θύραθεν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θύρα.

English (Autenrieth)

door, gate, folding-doors, entrance, Od. 13.370 ; ἐπὶ θύρῃσι, ‘at the court’ (cf. ‘Sublime Porte,’ of the Sultan, and Xenophon's βασιλέως θύραι).

Greek Monolingual

(I)
θύρη, ἡ (Α)
ιων. και επικ. τ. του θύρα.———————— (II)
θύρη, τὰ (Μ)
η πύλη, τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θύρα με μεταβολή γένους].

Greek Monotonic

θύρη: θύρηθε, Ιων. και Επικ. αντί θύρα, θύραθεν.