θοινατήρ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θοινατήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[θοινώ]]<br />αυτός που παρέχει [[συμπόσιο]] («χαλεπὸς [[θοινατήρ]]» — [[κύριος]] φοβερού συμποσίου, <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[θοινατήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[θοινώ]]<br />αυτός που παρέχει [[συμπόσιο]] («χαλεπὸς [[θοινατήρ]]» — [[κύριος]] φοβερού συμποσίου, <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θοινᾱτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[θοινάω]]), ο [[άρχοντας]] του συμποσίου, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who gives a feast, χαλεπὸς θ. lord of a horrid feast, A.Ag. 1502 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1213] ῆρος, ὁ, der einen Schmaus giebt, Gastgeber, Aesch. Ag. 1483.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων συμπόσιον, χαλεπὸς Θ., κύριος φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui donne un festin.
Étymologie: θοίνη.
Greek Monolingual
θοινατήρ, -ῆρος, ὁ (Α) θοινώ
αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» — κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
θοινᾱτήρ: -ῆρος, ὁ (θοινάω), ο άρχοντας του συμποσίου, σε Αισχύλ.