ἰσόνειρος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόνειρος]], -ον (Α)<br />όμοιος με όνειρο, [[δηλαδή]] [[κενός]], [[μάταιος]], [[ανύπαρκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄνειρον]].
|mltxt=[[ἰσόνειρος]], -ον (Α)<br />όμοιος με όνειρο, [[δηλαδή]] [[κενός]], [[μάταιος]], [[ανύπαρκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄνειρον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόνειρος:''' -ον, όμοιος με όνειρο, [[κενός]], [[μάταιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόνειρος Medium diacritics: ἰσόνειρος Low diacritics: ισόνειρος Capitals: ΙΣΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: isóneiros Transliteration B: isoneiros Transliteration C: isoneiros Beta Code: i)so/neiros

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, empty, A.Pr.549 (lyr.) [perh. ῑ].

German (Pape)

[Seite 1265] einem Traume gleich, nichtig, Aesch. Prom. 548.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόνειρος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄνειρoν, κενός, μάταιος, Aἰσχύλ. Πρ. 549 ἔνθα τὸ ῑ ὠδήγησε τὸν Reisig νὰ διορθώσῃ ἀντόνειρος,­ ἴδε τὴν λ. ἴσος ἐν τέλ..

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable (propr. égal) à un songe.
Étymologie: ἴσος, ὄνειρος.

Greek Monolingual

ἰσόνειρος, -ον (Α)
όμοιος με όνειρο, δηλαδή κενός, μάταιος, ανύπαρκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄνειρον.

Greek Monotonic

ἰσόνειρος: -ον, όμοιος με όνειρο, κενός, μάταιος, σε Αισχύλ.