ἰσοτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσοτέλεια]]) [[ισοτελής]]<br /><b>1.</b> το να καταβάλλει [[κάποιος]] στο [[δημόσιο]] τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του ισοτελούς μετοίκου.
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσοτέλεια]]) [[ισοτελής]]<br /><b>1.</b> το να καταβάλλει [[κάποιος]] στο [[δημόσιο]] τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του ισοτελούς μετοίκου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοτέλεια:''' ἡ, [[κατάσταση]] του <i>«ἰσοτελοῦς»</i>, [[ισότητα]] φόρων και δασμών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεια Medium diacritics: ἰσοτέλεια Low diacritics: ισοτέλεια Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: isotéleia Transliteration B: isoteleia Transliteration C: isoteleia Beta Code: i)sote/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, X.HG2.4.25, Vect.4.12, IG22.109b20, 276.13, al., GDI3077 (Mesembria), Ph.1.160, etc.: freq. in Boeot. Inscrr., ϝισοτέλια IG7.505, al. (Tanagra).

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσθαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἰσοτελής, ἰσότης φόρων καὶ δασμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 25, Πόροι 4. 12, Συλλ. 2053b, c· φέρεται ϝισοτελία ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἴδε ἴσος ἐν τέλει, ἰσοτελὴς ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état politique de l’ ἰσοτελής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοτέλεια) ισοτελής
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα του ισοτελούς μετοίκου.

Greek Monotonic

ἰσοτέλεια: ἡ, κατάσταση του «ἰσοτελοῦς», ισότητα φόρων και δασμών, σε Ξεν.