ἱππομαχία: Difference between revisions
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἱππομαχία]]) [[ιππομάχος]]<br />[[μάχη]] έφιππων σωμάτων, [[μάχη]] [[μεταξύ]] ιππικών στρατευμάτων («[[ἱππομαχία]] τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», <b>Θουκ.</b>) | |mltxt=η (Α [[ἱππομαχία]]) [[ιππομάχος]]<br />[[μάχη]] έφιππων σωμάτων, [[μάχη]] [[μεταξύ]] ιππικών στρατευμάτων («[[ἱππομαχία]] τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», <b>Θουκ.</b>) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππομᾰχία:''' ἡ, [[μάχη]] με άλογα, [[μάχη]] ιππικού στρατεύματος, σε Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A horse-fight, action of cavalry, Th.2.22, 4.72, Pl.La.193b, etc.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, Reiterkampf, Plat. Lach. 193 b Thuc. 2, 22 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομᾰχία: ἡ, μάχη ἱππικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 2. 22., 4. 72, Πλάτ. Λάχ. 193Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat de cavalerie.
Étymologie: ἱππόμαχος.
Greek Monolingual
η (Α ἱππομαχία) ιππομάχος
μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.)
Greek Monotonic
ἱππομᾰχία: ἡ, μάχη με άλογα, μάχη ιππικού στρατεύματος, σε Θουκ. κ.λπ.