ἰξοεργός: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰξοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σκοτο</i>-<i>εργός φυτο</i>-<i>εργός</i>]. | |mltxt=[[ἰξοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σκοτο</i>-<i>εργός φυτο</i>-<i>εργός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰξοεργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, [[κυνηγός]] πουλιών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A one who uses birdlime, fowler, AP9.264.5 (Apollonid. vel Phil.), 273 tit.
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, der Leimruthen Machende, Vogelsteller, Apollnds. 25 (IX, 264).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοεργός: ὁ, ὁ διὰ τοῦ ἰξοῦ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Ἀνθ. Π. 9. 264.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ἰξός, ἔργον.
Greek Monolingual
ἰξοεργός, -όν (Α)
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο-εργός φυτο-εργός].
Greek Monotonic
ἰξοεργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, κυνηγός πουλιών, σε Ανθ.