καθείργνυμι: Difference between revisions
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθείργνυμι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[καθειργνύω]]. | |mltxt=[[καθείργνυμι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[καθειργνύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθείργνῡμι:''' Ιων. κατ-· αόρ. αʹ <i>καθεῖρξα</i>· [[εγκλείω]], [[κλείνω]] μέσα, [[περικλείω]], [[εσωκλείω]], [[περιορίζω]], [[φυλακίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
and in Luc.Am.39 καθείργω (= κατείργω, q.v.): aor. 1
A καθεῖρξα E.Ba.618 (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238; οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.l.c.; τὸν πατέρα . . ἔνδον καθείρξας Ar.V.70, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht.197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib.200c; ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3; ἐν οἰκίσκῳ D.18.97. 2 rarely of things, καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3; τὴν σελήνην . . ἐς λοφεῖον Ar.Nu.751; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg.461d.
German (Pape)
[Seite 1282] (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.
French (Bailly abrégé)
impf. καθείργνυον, f. καθείρξω, ao. καθεῖρξα, Pass. part. pf. καθειργμένος;
enfermer, emprisonner.
Étymologie: κατά, εἵργνυμι.
Greek Monolingual
καθείργνυμι (AM)
βλ. καθειργνύω.
Greek Monotonic
καθείργνῡμι: Ιων. κατ-· αόρ. αʹ καθεῖρξα· εγκλείω, κλείνω μέσα, περικλείω, εσωκλείω, περιορίζω, φυλακίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.