ἶφι: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝίς): [[with]] [[might]], ἀνάσσειν, etc.; by [[violence]], [[κτάμενος]], Il. 3.375. | |auten=(ϝίς): [[with]] [[might]], ἀνάσσειν, etc.; by [[violence]], [[κτάμενος]], Il. 3.375. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἶφι:''' Επικ. επίρρ., αρχαία δοτ. του <i>ἴς</i>, [[δυνατά]], ισχυρά, [[κραταιά]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
(A) (instrum. of ἴς, q.v.), Ep. Adv.
A by force or might, freq. in Hom., but only with four Verbs, ἶ. ἀνάσσειν Il.1.38, etc.; ἶ. μάχεσθαι 1.151; ἶ. δαμῆναι 19.417, Od.18.156; βοὸς ἶ. κταμένοιο Il.3.375; later ἶ. βιησάμενος Euph.90, etc.—Freq. in prop. names, e.g. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, ϝιφιάδας, etc.
ἶφι (B), an Egyptian measure, prob. = 1/4 and 1/5 artaba, PMasp.138, 139, al. (vi A.D.), PLond.5.1687.11 (vi A.D.):—hence ἴφιον
A μέτρον PMasp.308.3 (vi A.D.): written οἴφιν Hsch.
German (Pape)
[Seite 1275] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs ἶφις; mit Gewalt, mit Macht, kräftig, gewaltig; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.
Greek (Liddell-Scott)
ἶφι: (ἴσως ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, συχν. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον μετὰ τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― οὕτως, ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec force, courage ou puissance ; ἶφι ανάσσειν IL régner avec puissance ; μάχεσθαι IL combattre vaillamment ; δαμῆναι IL, OD être dompté par la force.
Étymologie: dat. instrument. de ἴς.
English (Autenrieth)
(ϝίς): with might, ἀνάσσειν, etc.; by violence, κτάμενος, Il. 3.375.
Greek Monotonic
ἶφι: Επικ. επίρρ., αρχαία δοτ. του ἴς, δυνατά, ισχυρά, κραταιά, σε Όμηρ.