καλλίπωλος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλίπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κλυτό</i>-<i>πωλος</i>, [[ταχύ]]-<i>πωλος</i>]. | |mltxt=[[καλλίπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κλυτό</i>-<i>πωλος</i>, [[ταχύ]]-<i>πωλος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλίπωλος:''' -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with beautiful steeds, Pi.O.14.1.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.
English (Slater)
καλλῐπωλος, -ον
1 with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)
Greek Monolingual
καλλίπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό-πωλος, ταχύ-πωλος].
Greek Monotonic
καλλίπωλος: -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.