κατακηρύσσω: Difference between revisions
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακηρύσσω]] και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)<br /><b>1.</b> [[προστάζω]] με [[δημόσιο]] κήρυκα<br /><b>2.</b> (σε [[δημοπρασία]]) [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακηρύσσομαι</i><br />καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο. | |mltxt=[[κατακηρύσσω]] και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)<br /><b>1.</b> [[προστάζω]] με [[δημόσιο]] κήρυκα<br /><b>2.</b> (σε [[δημοπρασία]]) [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακηρύσσομαι</i><br />καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατακηρύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προκηρύσσω]], [[διακηρύσσω]] ή [[προστάζω]] μέσω δημοσίου κήρυκα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται σε [[δημοπρασία]], <i>κ. τι εἴς τινα</i>, [[κατακυρώνω]] σε κάποιον, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. κατακηρύττω,
A proclaim or command by public crier, σιωπήν IG12(7).237.36 (Amorgos); σιγήν v.l. in X.An.2.2.20:— Pass., to be promulgated, Plb.22.4.6. 2 Pass. also, to be summoned by crier, Poll.8.61. II at auction, κ. τι εἴς τινα order it to be knocked down to one, Plu.Comp.Lys.Sull.3.
German (Pape)
[Seite 1352] durch den Herold verkündigen, ausrufen lassen, befehlen; σιγήν Xen. An. 2, 2, 20; κατακηρυχθῆναι τὰς κρίσεις Pol. 23, 2, 6; vor Gericht laden, Poll. 8, 61; – τὶ εἴς τινα, in einer Versteigerung Jem. zuschlagen lassen, Plut. Sull. 3.
Greek (Liddell-Scott)
κατακηρύσσω: Ἀττ. -ττω: -προκηρύττω ἢ ἐπιτάττω διὰ δημοσίου κήρυκος, σιγὴν Ξεν. Ἀν. 2. 2, 20· ὅπερ καὶ κατακελεῦσαι λέγεται, Πολυδ. Δ΄, 91, 93. -Παθ., Πολύβ. 23. 2, 6. 2) Παθ. ὡσαύτως, καλοῦμαι διὰ κήρυκος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Πολυδ. Η΄, 61. ΙΙ. ἐν δημοπρασίᾳ, κ. τι εἴς τινα, «κατακυρώνω», κηρύττω τὴν λῆξιν τῆς δημοπρσίας ἀποδίδων τὸ πωλούμενον εἰς τὸν πλείονα πρεσενεγκόντα, Πλουτ. Σύγκρ., Λυσ. καὶ Σύλλ. 3.
French (Bailly abrégé)
1 annoncer ou ordonner par la voix du héraut, acc.;
2 adjuger devant un tribunal : τι εἴς τινα qch à qqn.
Étymologie: κατά, κηρύσσω.
Greek Monolingual
κατακηρύσσω και αττ. τ. κατακηρύττω (Α)
1. προστάζω με δημόσιο κήρυκα
2. (σε δημοπρασία) κατακυρώνω κάτι σε κάποιον
3. παθ. κατακηρύσσομαι
καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο.
Greek Monotonic
κατακηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. προκηρύσσω, διακηρύσσω ή προστάζω μέσω δημοσίου κήρυκα, σε Ξεν.
II. λέγεται σε δημοπρασία, κ. τι εἴς τινα, κατακυρώνω σε κάποιον, σε Πλούτ.