καυτός: Difference between revisions
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[καυστός]], -ή, -ό (ΑΜ [[καυτός]] και [[καυστός]], -ή, -όν) [[καίω]]<br />αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, [[καυτερός]], [[ζεματιστός]] (α. «καυτό [[σίδερο]]» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωτικός]], [[βασικός]] («καυτά προβλήματα») || (μσν.-αρχ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καστὸν</i> ή <i>καυτόν</i><br />[[θυσία]] για τους νεκρούς, [[προσφορά]] στους νεκρούς<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[δεκτικός]] καύσεως, [[καύσιμος]] («ξύλα πολύ καυστότερα», Θεόφρ.).———————— <b>(II)</b><br />καὐτός, -ή, -όν (Α)<br />[[αντί]] <i>καὶ [[αὐτός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>, [[κατά]] [[κράση]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[καυστός]], -ή, -ό (ΑΜ [[καυτός]] και [[καυστός]], -ή, -όν) [[καίω]]<br />αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, [[καυτερός]], [[ζεματιστός]] (α. «καυτό [[σίδερο]]» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωτικός]], [[βασικός]] («καυτά προβλήματα») || (μσν.-αρχ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καστὸν</i> ή <i>καυτόν</i><br />[[θυσία]] για τους νεκρούς, [[προσφορά]] στους νεκρούς<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[δεκτικός]] καύσεως, [[καύσιμος]] («ξύλα πολύ καυστότερα», Θεόφρ.).———————— <b>(II)</b><br />καὐτός, -ή, -όν (Α)<br />[[αντί]] <i>καὶ [[αὐτός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>, [[κατά]] [[κράση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καυτός:''' -ή, -όν, [[άλλος]] [[τύπος]] του [[καυστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A v. καυστός.
Greek (Liddell-Scott)
καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)