κάρβανος: Difference between revisions
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρβανος]], -ον (Α)<br />[[βάρβαρος]], [[ξένος]] («[[κάρβανος]] ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις [[ἄγαν]]» — ενώ είσαι [[βάρβαρος]], φέρεσαι με [[μεγάλη]] [[αλαζονεία]] στους Έλληνες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρβάν]]]. | |mltxt=[[κάρβανος]], -ον (Α)<br />[[βάρβαρος]], [[ξένος]] («[[κάρβανος]] ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις [[ἄγαν]]» — ενώ είσαι [[βάρβαρος]], φέρεσαι με [[μεγάλη]] [[αλαζονεία]] στους Έλληνες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρβάν]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάρβᾱνος:''' -ον, = [[βάρβαρος]], [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Αισχύλ. (ξέν. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = βάρβαρος, outlandish, foreign, A.Supp.914; Χείρ Id.Ag.1061, cf.Lyc.1387: also καρβάν, Hsch.s.v. ἐκαρβάνιζεν; acc. καρβᾶνα, αὐδάν A.Supp.129 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, ξένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; barbare.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais obscur.
Greek Monolingual
κάρβανος, -ον (Α)
βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» — ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν].
Greek Monotonic
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, αλλοδαπός, ξένος, σε Αισχύλ. (ξέν. λέξη).