κατάχαρμα: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάχαρμα]], τὸ (Α) [[καταχαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] ή [[πράξη]] που προκαλεί [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή [[πράγμα]] που προκαλεί σκωπτικό [[γέλιο]], [[περίγελος]].
|mltxt=[[κατάχαρμα]], τὸ (Α) [[καταχαίρω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] ή [[πράξη]] που προκαλεί [[χαρά]]<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή [[πράγμα]] που προκαλεί σκωπτικό [[γέλιο]], [[περίγελος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάχαρμα:''' -ατος, τό ([[καταχαίρω]]), [[αντικείμενο]] κοροϊδίας, [[περίγελως]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχαρμα Medium diacritics: κατάχαρμα Low diacritics: κατάχαρμα Capitals: ΚΑΤΑΧΑΡΜΑ
Transliteration A: katácharma Transliteration B: katacharma Transliteration C: katacharma Beta Code: kata/xarma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mockery, ἐχθροῖς Thgn.1107.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, Schadenfreude, ἐχθροῖς, den Feinden ein Gegenstand schadenfrohes Hohns, Theogn. 1103.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχαρμα: τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, περίγελως, Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet de joie ; en mauv. part jouet de, objet de moquerie.
Étymologie: καταχαίρω.

Greek Monolingual

κατάχαρμα, τὸ (Α) καταχαίρω
1. πράγμα ή πράξη που προκαλεί χαρά
2. άνθρωπος ή πράγμα που προκαλεί σκωπτικό γέλιο, περίγελος.

Greek Monotonic

κατάχαρμα: -ατος, τό (καταχαίρω), αντικείμενο κοροϊδίας, περίγελως, σε Θέογν.