κατειρωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατειρωνεύομαι]])<br />[[μεταχειρίζομαι]] [[ειρωνεία]] για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, [[ειρωνεύομαι]] υπερβολικά κάποιον, [[σκώπτω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]] («[[αὐτός]]... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[αποκρύπτω]], [[καλύπτω]] («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=(AM [[κατειρωνεύομαι]])<br />[[μεταχειρίζομαι]] [[ειρωνεία]] για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, [[ειρωνεύομαι]] υπερβολικά κάποιον, [[σκώπτω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]] («[[αὐτός]]... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[αποκρύπτω]], [[καλύπτω]] («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατειρωνεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] [[ειρωνεία]] [[έναντι]] κάποιου, [[υποτιμώ]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειρωνεύομαι Medium diacritics: κατειρωνεύομαι Low diacritics: κατειρωνεύομαι Capitals: ΚΑΤΕΙΡΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kateirōneúomai Transliteration B: kateirōneuomai Transliteration C: kateironeyomai Beta Code: kateirwneu/omai

English (LSJ)

   A use irony towards, banter, τινας Plu.2.211d, cf. Cat.Ma.11; τινος J.BJ7.8.1, al., Jul.Or.6.198b; τῆς ἀγνοίας J.BJ4.3.1: abs., -όμενος jestingly, Parth.7.2, cf. Plu.Agis18.    2 treat in a spirit of raillery, τι Id.Comp.Dem.Cic.1.    II feign, πένθος J.BJ 2.2.5.    2 conceal, dissimulate, τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν, Plu.Phoc. 29, Comp.Ages.Pomp.1; ὑπόσχεσιν Aristaenet.1.4.

German (Pape)

[Seite 1394] sich der Ironie gegen Einen bedienen, um ihn zu täuschen od. zu verspotten, ihn durch Verstellung verspotten; τινός, Sp., wie Plut., z. B. Lacon. apophth. p. 182; absolut, = simplex, de aud. poet. p. 117; πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ, d. i. lächerlich machen, comp. Dem. 1.

Greek (Liddell-Scott)

κατειρωνεύομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι εἰρωνείαν πρός τινα, ἵνα τὸν περιπαίξω ἢ τὸν ἀπατήσω, τινος Πλούτ. 2. 211D, πρβλ.Wyttenb. 31Ε· πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ κατειρωνευόμενος, καταγελῶν καὶ περιπαίζων, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 1. 2)προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., τοὺς βαρβάρους διαφθείρειν κατ. Θεοφυλάκτ. Σιμ. Ἱστ. 100Α· (ὁ Φώτ. «κατειρωνεύεται· μεγαλοφρονεῖ, ὑποκρίνεται, δολιεύεται» καὶ «κατειρωνευσάμενοι· καταρρᾳθυμήσαντες καὶ στρατευσάμενοι· ὅθεν καὶ εἴρωνα τὸν ἀργὸν λέγουσιν»), πρβλ. καὶ Συνεσ. Ἐπιστ. 121 σ. 257C σὺ δὲ ἀκκιεῖ καὶ κατειρωνεύσει.

French (Bailly abrégé)

parler à qqn ironiquement ; se jouer de (soit pour tromper, soit pour railler) : τινος de qqn ; τι traiter qch légèrement et en se moquant.
Étymologie: κατά, εἰρωνεύομαι.

Greek Monolingual

(AM κατειρωνεύομαι)
μεταχειρίζομαι ειρωνεία για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, ειρωνεύομαι υπερβολικά κάποιον, σκώπτω, περιπαίζω, χλευάζωαὐτός... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», Πλούτ.)
αρχ.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. αποκρύπτω, καλύπτω («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κατειρωνεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ ειρωνεία έναντι κάποιου, υποτιμώ, σε Πλούτ.