κακόχαρτος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόχαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, [[χαιρέκακος]] («Ἔρις [[κακόχαρτος]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαρτός]] «αυτός που χαροποιεί» (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]])].
|mltxt=[[κακόχαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, [[χαιρέκακος]] («Ἔρις [[κακόχαρτος]]», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαρτός]] «αυτός που χαροποιεί» (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόχαρτος:''' -ον ([[χαίρω]]), αυτός που χαίρεται για τα [[ξένα]] βάσανα, [[χαιρέκακος]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόχαρτος Medium diacritics: κακόχαρτος Low diacritics: κακόχαρτος Capitals: ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kakóchartos Transliteration B: kakochartos Transliteration C: kakochartos Beta Code: kako/xartos

English (LSJ)

ον,

   A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.

Greek (Liddell-Scott)

κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se réjouit du malheur d’autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.

Greek Monolingual

κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].

Greek Monotonic

κᾰκόχαρτος: -ον (χαίρω), αυτός που χαίρεται για τα ξένα βάσανα, χαιρέκακος, σε Ησίοδ.