χαρτός
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
English (LSJ)
χαρτή, χαρτόν, (χαίρω)
A causing delight, welcome, χαρτὸν εἴ τι καὶ φέρεις S.Tr.228; χαίροις ἄν, εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε Id.El.1457; εἴτε ἡδὺ εἴτε τερπνὸν λέγεις εἴτε χ. Pl.Prt. 358a: χαρτά delights,opp. κακά, χαρτοῖσιν χαῖρε Archil.66.6; χαρτὰ πάσχω E.Ph.618 (troch.); τὸ χ. Chrysipp.Stoic.3.9, Epicur.Fr.423, S.E.M.11.85, etc.
2 of persons, εἰ χ. ἀνέλθοι AP12.24 (Tull.Laur.). Adv. χαρτῶς, χ. ἐμοὶ λέγειν Sch.S.Aj.112.
German (Pape)
[Seite 1340] adj. verb. von χαίρω, erfreuend, erfreulich; τὸ χαρτόν, Gegenstand der Freude; χαρτοῖσι χαῖρε Archil. 14; χαίροις ἄν, εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε Soph. El. 1449, vgl. Trach. 227; χαρτὰ πάσχω Eur. Phoen. 621; εἴτε ἡδὺ εἴτε τερπνὸν λέγεις εἴτε χαρτόν Plat. Prot. 358 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut ou dont il faut se réjouir, réjouissant, qui fait plaisir.
Étymologie: adj. verb. de χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
χαρτός: [adj. verb. к χαίρω приятный, радостный, желанный Soph., Eur., Plat., Sext., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χαρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χαίρω, ὁ προξενῶν ἢ ἐμποιῶν χαράν, πρόξενος χαρᾶς, δι’ ὅν χαίρει τις, εὐπρόσδεκτος, ὡς τὸ ἀσπάσιος, Λατ. gratus, χαρτὸν εἴ τι καὶ φέρεις Σοφ. Τρ. 228· χαίροις ἄν, εἴ σοι χαρτὰ τυγχάνει τάδε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1457· εἴτε τερπνὸν λέγιες εἴτε χ. Πλάτ. Πρωτ. 358Α· - χαρτά, τέρψεις, εὐτυχίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κακά, χαρτοῖσιν χαῖρε Ἀρχίλ. 60· χαρτὰ πάσχειν Εὐρ. Φοίν. 618· τὸ χαρτὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 85, ΠΛούτ., κλπ. 2) ἐπὶ προσώπων, εἴ χαρτὸς ἀνέλθοι Ἀνθ. Παλατ. 12. 24· - ἐπίρρ. χαρτῶς, «τὸ χαίρειν ἀντὶ τοῦ χαρτῶς ἐμοὶ λέγειν» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 112. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαρτός· χαρᾶς ἄξιος. ἢ βακτηρία».
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρτά
χαρές, τέρψεις
αρχ.
1. χαρμόσυνος («οὐδὲν τερπνὸν οὐδὲ χαρτόν», Πλούτ.)
2. (για πρόσ.) αγαπητός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαρτόν
η χαρά.
επίρρ...
χαρτῶς ΜΑ
με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ- του χαίρω + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].
Greek Monotonic
χαρτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χαίρω·
1. αυτός που προξενεί χαρά, δημιουργεί ευφροσύνη, καλοσωρίζει, Λατ. gratus, σε Σοφ., Πλάτ.· χαρτά, χαρές, σε Ευρ.· τὸ χαρτόν, σε Πλούτ.
2. λέγεται για ανθρώπους, εἰ χαρτὸς ἀνέλθοι, σε Ανθ.
Middle Liddell
χαρτός, ή, όν verb. adj. of χαίρω
1. that is matter of delight, causing delight, welcome, Lat. gratus, Soph., Plat.:— χαρτά delights, Eur.; t6o xapt4on Plut.
2. of persons, εἰ χαρτὸς ἀνέλθοι Anth.