κελαδεινός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελαδεινός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[κελαδεννός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> (αιολ. -<i>εννός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φα</i>-<i>εινός</i> / <i>φα</i>-<i>εννός</i>]. | |mltxt=[[κελαδεινός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[κελαδεννός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> (αιολ. -<i>εννός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φα</i>-<i>εινός</i> / <i>φα</i>-<i>εννός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελᾰδεινός:''' -ή, -όν, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. [[κελαδεννός]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neut. pl. as Adv., ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.
German (Pape)
[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.
English (Autenrieth)
sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.
Greek Monolingual
κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].
Greek Monotonic
κελᾰδεινός: -ή, -όν, ηχηρός, θορυβώδης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. κελαδεννός, σε Πίνδ.