κλαστός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλαστός]], -ή, -όν) [[κλω]]<br />[[σπασμένος]] σε κομμάτια, τσακισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει [[κάποιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλαστό</i>(<i>ν</i>)<br />[[άρτος]] τεμαχισμένος και [[αγιασμένος]] που προσφέρεται στους πιστούς [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[κλαστόθριξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλαστός:''' -ή, -όν ([[κλαίω]]), [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστός Medium diacritics: κλαστός Low diacritics: κλαστός Capitals: ΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: klastós Transliteration B: klastos Transliteration C: klastos Beta Code: klasto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κλάω A)

   A broken in pieces, AP6.71 (Paul.Sil.).    II perh. = foreg., PPetr.1p.54 (iii B.C.), PCair.Zen.374.6 (iii B.C.), Arch.Pap.1.65 (ii B.C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.

Greek Monotonic

κλαστός: -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.