κογχύλιον: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κογχύλιον]], τὸ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κοχύλι]]. | |mltxt=[[κογχύλιον]], τὸ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κοχύλι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κογχύλιον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[κογχύλη]], μικρού είδους μυς ή [[στρείδι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> όστρακο, δίθυρο οστρακοειδές, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of κογχύλη,
A small kind of mussel or cockle, Epich.42.1, Sophr.24, Arist.HA547b7, PA 661a22, al., POxy.1449.21 (iii A.D.). 2 any mollusc or its shell, Hdt.2.12, Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.133; used to cover seals, Sch.Ar. V.583; fossil shell, Plu.2.367b. II = κόχλος, Crito ap.Gal.12.660, Dsc.2.8.
German (Pape)
[Seite 1465] τό, eigtl. dim. von κογχύλη, die Muschel u. die Muschelschale; Her. 2, 12; Sophron bei Ath. III, 86 e; bes. die Purpurschnecke, Arist. H. A. 5, 15 u. Folgde, die auch die davon bereitete Purpurfarbe u. die mit Purpur gefärbte Wolle so nennen.
Greek (Liddell-Scott)
κογχύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κογχύλη, εἶδος μικροῦ διθύρου κογχυλίου ἢ «ἀχιβάδας», Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 13, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κ. ἀλλ. 2) τὸ ὄστρακον ἀχιβάδας, τὸ ὄστρακον παντὸς διθύρου μαλακοστράκου, Ἡρόδ. 2. 12, κτλ.· ἐν χρήσει πρὸς κάλυψιν σφραγίδων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 585. ΙΙ. ὡσαύτως = κόχλος, Κρίτων παρὰ Γαληνῷ. Κατὰ ποσότητα τὸ υ εἶναι πιθανῶς βραχὺ παρ’ Ἕλλησιν, ἴδε κογχύλη, ἀνακογχῠλιάζω, ἀνακογχῠλιαστός· ἀλλὰ παρὰ Λατ. conchy- lium.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
coquille ou coquillage.
Étymologie: κογχύλη.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κογχύλιον: τό,
1. υποκορ. του κογχύλη, μικρού είδους μυς ή στρείδι, σε Αριστ.
2. όστρακο, δίθυρο οστρακοειδές, σε Ηρόδ.