κλειδουχέω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir les clefs (d’un temple), être surveillant <i>ou</i> prêtre d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[κλειδοῦχος]].
|btext=-ῶ :<br />avoir les clefs (d’un temple), être surveillant <i>ou</i> prêtre d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[κλειδοῦχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλειδουχέω:''' Αττ. κλῃδ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[κύριος]], [[υπεύθυνος]] των κλειδιών, <i>κλ. θεᾶς</i>, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρατηρούμαι [[στενά]], παραφυλάττομαι, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδουχέω Medium diacritics: κλειδουχέω Low diacritics: κλειδουχέω Capitals: ΚΛΕΙΔΟΥΧΕΩ
Transliteration A: kleidouchéō Transliteration B: kleidoucheō Transliteration C: kleidoucheo Beta Code: kleidouxe/w

English (LSJ)

Att. κληδ-,

   A to be a κλειδοῦχος, κ. θεᾶς to be her priestess, E.IT1463: abs., -οῦντος Ἀρίστωνος OGI170 (Delos, ii/i B.C.).    II γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι, perh. kept in check, E.HF 1288.

German (Pape)

[Seite 1447] = κλῃδουχέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδουχέω: Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι κλειδοῦχος, κλ. θεᾶς, εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, ὅπερ ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir les clefs (d’un temple), être surveillant ou prêtre d’un temple.
Étymologie: κλειδοῦχος.

Greek Monotonic

κλειδουχέω: Αττ. κλῃδ-, μέλ. -ήσω,
I. είμαι κύριος, υπεύθυνος των κλειδιών, κλ. θεᾶς, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.
II. Παθ., παρατηρούμαι στενά, παραφυλάττομαι, στον ίδ.