κισσοποίητος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισσοποίητος]], αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποίητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)]. | |mltxt=[[κισσοποίητος]], αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποίητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κισσοποίητος:''' -ον ([[ποιέω]]), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
Greek Monolingual
κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.