κρουνίζω: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρουνίζω]] (Α) [[κρουνός]]<br /><b>1.</b> [[χύνω]] λίγο λίγο [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] σε [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρουνίζομαι</i><br />[[πίνω]] [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] που έχει χυθεί στο [[ποτήρι]] λίγο λίγο.
|mltxt=[[κρουνίζω]] (Α) [[κρουνός]]<br /><b>1.</b> [[χύνω]] λίγο λίγο [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] σε [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρουνίζομαι</i><br />[[πίνω]] [[νερό]] ή [[άλλο]] [[υγρό]] που έχει χυθεί στο [[ποτήρι]] λίγο λίγο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρουνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κρουνός]]), [[αναβλύζω]], [[βγάζω]].
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουνίζω Medium diacritics: κρουνίζω Low diacritics: κρουνίζω Capitals: ΚΡΟΥΝΙΖΩ
Transliteration A: krounízō Transliteration B: krounizō Transliteration C: krounizo Beta Code: krouni/zw

English (LSJ)

   A discharge liquid in a slender stream, of the ῥυτόν (q.v.), κ. λεπτῶς Doroth. ap. Ath.11.497e:—Med., catch the liquid so running in one's mouth, Epin.2.3.

German (Pape)

[Seite 1514] Wasser springen lassen, wie aus einer Quelle ergießen, Ath. XI, 497 e, wo auch ein Beispiel des pass. aus dem com. Diphil. beigebracht ist.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνίζω: ἐκχέω ὑγρὸν ἐν λεπτῇ ῥοῇ, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος σχῆμα κέρατος ποτηρίου τοῦ καλουμένου, ῥυτὸν (ὃ ἴδε), κρ. λεπτῶς Δωρόθ. παρ’ Ἀθην. 497Ε. ― Μέσ., πίνω τὸ οὕτω ῥέον ὑγρὸν ὑποβάλλων τὸ στόμα, Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 3.

French (Bailly abrégé)

lancer un jet d’eau;
Moy. κρουνίζομαι jaillir comme une source.
Étymologie: κρουνός.

Greek Monolingual

κρουνίζω (Α) κρουνός
1. χύνω λίγο λίγο νερό ή άλλο υγρό σε ποτήρι
2. μέσ. κρουνίζομαι
πίνω νερό ή άλλο υγρό που έχει χυθεί στο ποτήρι λίγο λίγο.

Greek Monotonic

κρουνίζω: μέλ. -σω (κρουνός), αναβλύζω, βγάζω.