κρουνοχυτρολήραιος: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρουνοχυτρολήραιος]], ὁ (Α)<br />αυτός που λέει πολλές ανοησίες, [[φαφλατάς]] («[[κρουνοχυτρολήραιος]] ει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο επ' [[ευκαιρία]]», πλασμένο στη [[γλώσσα]] της κωμωδίας (<b>Αριστοφ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> [[λῆρος]] «[[ανόητος]], [[φαφλατάς]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αιος</i>].
|mltxt=[[κρουνοχυτρολήραιος]], ὁ (Α)<br />αυτός που λέει πολλές ανοησίες, [[φαφλατάς]] («[[κρουνοχυτρολήραιος]] ει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο επ' [[ευκαιρία]]», πλασμένο στη [[γλώσσα]] της κωμωδίας (<b>Αριστοφ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[κρουνός]] <span style="color: red;">+</span> [[χύτρα]] <span style="color: red;">+</span> [[λῆρος]] «[[ανόητος]], [[φαφλατάς]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρουνοχυτρολήραιος:''' ὁ ([[κρουνός]], [[χύτρα]], [[ληρέω]]), αυτός που βγάζει από το [[στόμα]] ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

English (LSJ)

ὁ,

   A pourer forth of washy twaddle, with collat.notion of water-drinker, Com.word in Ar.Eq.89.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ, κωμικ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, ἀνόητος, περιττολόγος, φλύαρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flux de paroles ; bavard insupportable.
Étymologie: κρουνός, χύτρα, λῆρος.

Greek Monolingual

κρουνοχυτρολήραιος, ὁ (Α)
αυτός που λέει πολλές ανοησίες, φαφλατάςκρουνοχυτρολήραιος ει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο επ' ευκαιρία», πλασμένο στη γλώσσα της κωμωδίας (Αριστοφ.) < κρουνός + χύτρα + λῆρος «ανόητος, φαφλατάς» + επίθημα -αιος].

Greek Monotonic

κρουνοχυτρολήραιος: ὁ (κρουνός, χύτρα, ληρέω), αυτός που βγάζει από το στόμα ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.