κοσμητής: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο, θηλ. [[κοσμήτρια]] (ΑM [[κοσμητής]], θηλ. [[κοσμήτρια]]) [[κοσμώ]]<br />αυτός που καλλωπίζει, ο [[διακοσμητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κοσμήτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />μαρμάρινο [[διάζωμα]] που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το [[ιερό]] [[βήμα]] από τον [[κυρίως]] ναό και αποτελεί [[στοιχείο]] του βυζαντινού τέμπλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέτασσε τον στρατό<br /><b>2.</b> [[νομοθέτης]] πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) [[άρχοντας]] που επόπτευε τους εφήβους, [[δηλαδή]] τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο, θηλ. [[κοσμήτρια]] (ΑM [[κοσμητής]], θηλ. [[κοσμήτρια]]) [[κοσμώ]]<br />αυτός που καλλωπίζει, ο [[διακοσμητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κοσμήτορας]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />μαρμάρινο [[διάζωμα]] που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το [[ιερό]] [[βήμα]] από τον [[κυρίως]] ναό και αποτελεί [[στοιχείο]] του βυζαντινού τέμπλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρέτασσε τον στρατό<br /><b>2.</b> [[νομοθέτης]] πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) [[άρχοντας]] που επόπτευε τους εφήβους, [[δηλαδή]] τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοσμητής:''' -οῦ, ὁ ([[κοσμέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[διακοσμητής]], [[διευθυντής]], αυτός που βάζει σε [[τάξη]] ή που δίνει [[εντολή]], σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[καλλωπιστής]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητής Medium diacritics: κοσμητής Low diacritics: κοσμητής Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΣ
Transliteration A: kosmētḗs Transliteration B: kosmētēs Transliteration C: kosmitis Beta Code: kosmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A orderer, director, πολέμου Epigr. ap. Aeschin.3.185; πόλεως κ. legislator, Pl.Lg.844 a; title of Zeus, Paus.3.17.4.    2 at Athens and elsewhere, magistrate in charge of the ἔφηβοι, Arist.Ath.42.2, IG 22.665.10,17 (iii B. C.), 1009.33 (ii B. C.), al., Pl.Ax.366 e, Telesp.50 H., POxy.519.8 (ii A. D.), PFay.85 (iii A. D.), etc.    II adorner, X.Cyr. 8.8.20.    2 cleaner or polisher of temple-statues, IG11(2).154A20 (Delos, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητής: -οῦ, (κοσμέω) ὁ διευθυντής, διατάκτης, πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, νομοθέτης, Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. κοσμητεύω. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κοσμητής· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; à Athènes cosmète, ou surveillant des gymnases;
2 serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur ou coiffeur.
Étymologie: κοσμέω.

Greek Monolingual

(II)
ο, θηλ. κοσμήτρια (ΑM κοσμητής, θηλ. κοσμήτρια) κοσμώ
αυτός που καλλωπίζει, ο διακοσμητής
νεοελλ.
ο κοσμήτορας
νεοελλ.-μσν.
μαρμάρινο διάζωμα που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό και αποτελεί στοιχείο του βυζαντινού τέμπλου
μσν.-αρχ.
αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών
αρχ.
1. αυτός που παρέτασσε τον στρατό
2. νομοθέτης πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», Πλάτ.)
3. (στην Αθήνα) άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους, δηλαδή τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.

Greek Monotonic

κοσμητής: -οῦ, ὁ (κοσμέω),
I. διακοσμητής, διευθυντής, αυτός που βάζει σε τάξη ή που δίνει εντολή, σε Επιγρ. παρά Αισχίν.
II. καλλωπιστής, σε Ξεν.