κοσμητεύω
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
hold office of κοσμητής (q.v.), IG22.1009.49, PFlor.57.75 (ii A. D.), CPR20.1 (iii A. D.), IG3.735, al., BGU362ix 6 (iii A. D.): —also κοσμητέω IG3.736.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητεύω: εἶμαι διευθυντής, διοικητὴς (ἴδε κοσμητὴς Ι. 2), ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 966, πρβλ. 960. 3· ὡσαύτως κοσμητέω, αὐτόθι 957.
Greek Monolingual
(Α) κοσμητεύω κοσμητής
νεοελλ.
είμαι κοσμήτορας
αρχ.
είμαι ηγήτορας, διοικώ.
German (Pape)
ein Kosmet sein, Inscr. oft.