κυκλοδίωκτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κυκλοδίωκτος]], -ον)<br />αυτός που περιφέρεται σχηματίζοντας κύκλο («ο [[ήλιος]] [[κυκλοδίωκτος]]», Κάλβ.).
|mltxt=-η, -ο (Α [[κυκλοδίωκτος]], -ον)<br />αυτός που περιφέρεται σχηματίζοντας κύκλο («ο [[ήλιος]] [[κυκλοδίωκτος]]», Κάλβ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυκλοδίωκτος:''' -ον ([[διώκω]]), αυτός που οδηγείται μέσα σε κύκλο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλοδίωκτος Medium diacritics: κυκλοδίωκτος Low diacritics: κυκλοδίωκτος Capitals: ΚΥΚΛΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: kyklodíōktos Transliteration B: kyklodiōktos Transliteration C: kyklodioktos Beta Code: *kuklodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A driven round in a circle, AP9.301 (Secund.).

German (Pape)

[Seite 1526] im Kreise umhergetrieben, Secund. 2 (IX, 301).

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοδίωκτος: -ον, διωκόμενος ἐν κύκλῳ, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 301.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû circulairement.
Étymologie: κύκλος, διώκω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κυκλοδίωκτος, -ον)
αυτός που περιφέρεται σχηματίζοντας κύκλο («ο ήλιος κυκλοδίωκτος», Κάλβ.).

Greek Monotonic

κυκλοδίωκτος: -ον (διώκω), αυτός που οδηγείται μέσα σε κύκλο, σε Ανθ.