κυματοαγής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυματοαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το [[κύμα]] («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγή</i> «[[σπάσιμο]]» <span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]]»)].
|mltxt=[[κυματοαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το [[κύμα]] («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγή</i> «[[σπάσιμο]]» <span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡμᾰτοᾱγής:''' -ές ([[ἄγνυμι]]), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοᾱγής Medium diacritics: κυματοαγής Low diacritics: κυματοαγής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΑΓΗΣ
Transliteration A: kymatoagḗs Transliteration B: kymatoagēs Transliteration C: kymatoagis Beta Code: kumatoagh/s

English (LSJ)

ές, (ἄγνυμι)

   A breaking like waves, ἆται S.OC1243 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1530] ές, Wogen brechend, bei Soph. O. C. 1245 ch. δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται, das wie Wogen anstürmende u. sich brechende, brandende Unheil.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ ῥηγνύμενος ὡς κῦμα, δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται Σοφ. Ο. Κ. 1243.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se brise comme les vagues.
Étymologie: κῦμα, ἄγνυμι.

Greek Monolingual

κυματοαγής, -ές (Α)
αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτοᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.