Λάκων: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(SL_2) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>Λᾰκων</b> <br /> <b>1</b> Spartan Λάκωνος Ὀρέστα (cf. (N. 11.34) ) (P. 11.16) | |sltr=<b>Λᾰκων</b> <br /> <b>1</b> Spartan Λάκωνος Ὀρέστα (cf. (N. 11.34) ) (P. 11.16) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λάκων:''' [ᾰ], -ωνος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κάτοικος]] της Λακωνικής ή [[Λακεδαιμόνιος]] (λέγεται για άνδρα), όπως [[Λάκαινα]] (λέγεται για [[γυναίκα]]), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Λακωνικός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ,
A a Laconian or Lacedaemonian, prop. of men, as Λάκαινα of women (Phryn.321), Pi.P.11.16, Hdt.7.161, Th.3.5, Ar. Ach.303, etc. (never in Trag.): also as Adj., Laconian, λόγος S.Fr. 176; πέπλοι AP6.292 (Hedyl.). II Λάκων, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.
Greek (Liddell-Scott)
Λάκων: [ᾰ], -ωνος, κάτοικος Λακωνικῆς, κυρίως ἐπὶ ἀνδρός, τὸ δὲ Λάκαινα ἐπὶ γυναικὸς (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Πινδ. Π. 11. 24, Ἀριστοφ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Λακωνικός, λόγος Σοφ. Ἀποσπ. 186· πέπλος Ἀνθ. Π. 6. 292· πρβλ Λοβεκ. Φρύνιχ. 341· θηλ. Λάκαινα, ὃ ἴδε. ΙΙ. Λάκων, ὁ βόλος τις τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
de Lacédémone, lacédémonien.
English (Slater)
Λᾰκων
1 Spartan Λάκωνος Ὀρέστα (cf. (N. 11.34) ) (P. 11.16)
Greek Monotonic
Λάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ,
I. κάτοικος της Λακωνικής ή Λακεδαιμόνιος (λέγεται για άνδρα), όπως Λάκαινα (λέγεται για γυναίκα), σε Πίνδ., Αριστοφ., κ.λπ.
II. ως επίθ., Λακωνικός, σε Ανθ.