κυνηγετέω: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> aller à la chasse;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> poursuivre à la chasse, chasser ; <i>fig.</i> poursuivre, harceler, <i>ou simpl.</i> rechercher la piste, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέτης]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> aller à la chasse;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> poursuivre à la chasse, chasser ; <i>fig.</i> poursuivre, harceler, <i>ou simpl.</i> rechercher la piste, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγετέω:''' Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κυνηγέτης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατατρύχω]], όπως [[ένας]] [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγετέω Medium diacritics: κυνηγετέω Low diacritics: κυνηγετέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΕΩ
Transliteration A: kynēgetéō Transliteration B: kynēgeteō Transliteration C: kynigeteo Beta Code: kunhgete/w

English (LSJ)

Dor. κυνᾱγ-,

   A hunt, Ar.Eq.1382, X. Cyn.5.34, etc.: c. acc., ὗς ἀγρίους κ. Aeschin.3.255, cf. Plb.31.14.3: metaph., persecute, harass, A.Pr.572 (lyr.); hunt down, τινας Plu. Mar.43: c. acc. cogn., κ. τέκνων διωγμόν E.HF898 (lyr.): abs., quest about, like a hound, S.Aj.5.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. κυναγός)· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. ἐκκυνηγετέω· ― μεταφορ., καταδιώκω, κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. μετὰ συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. aller à la chasse;
2 tr. poursuivre à la chasse, chasser ; fig. poursuivre, harceler, ou simpl. rechercher la piste, acc..
Étymologie: κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης),
I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ.
II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.