λινοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινοπόρος]], -ον (Α)<br />(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
|mltxt=[[λινοπόρος]], -ον (Α)<br />(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοπόρος Medium diacritics: λινοπόρος Low diacritics: λινοπόρος Capitals: ΛΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: linopóros Transliteration B: linoporos Transliteration C: linoporos Beta Code: linopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A sail-wafting, αὖραι E.IT410 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοπόρος: -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pénètre dans les voiles en parlant du vent.
Étymologie: λίνον, πορεύομαι.

Greek Monolingual

λινοπόρος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακρο-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

λῐνοπόρος: -ον, αυτός που φουσκώνει τα ιστία του πλοίου, σε Ευρ.