λιπαρόθρονος: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπαρόθρονος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]]-[[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]]. | |mltxt=[[λιπαρόθρονος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]]-[[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐπᾰρόθρονος:''' -ον, αυτός που έχει λαμπρό θρόνο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.
Greek Monolingual
λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.
Greek Monotonic
λῐπᾰρόθρονος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό θρόνο, σε Αισχύλ.