λοξότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> direction oblique;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ambiguïté.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> direction oblique;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ambiguïté.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοξότης:''' -ητος, ἡ, πλάγια [[διεύθυνση]], [[πλαγιότητα]], [[λοξότητα]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξότης Medium diacritics: λοξότης Low diacritics: λοξότης Capitals: ΛΟΞΟΤΗΣ
Transliteration A: loxótēs Transliteration B: loxotēs Transliteration C: loksotis Beta Code: loco/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A obliquity, Str.2.1.37, Placit.5.9.2, Gem.2.24.    2 ambiguity, of oracles, Plu.2.409c.

Greek (Liddell-Scott)

λοξότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, πλαγία διεύθυνσις, πλαγιότης, Στράβ. 90, Πλούτ. 2. 906Β, κτλ. 2) σκολιότης, ἀσάφεια, ἐπὶ χρησμῶν, Πλούτ. 2. 409C.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 direction oblique;
2 fig. ambiguïté.
Étymologie: λοξός.

Greek Monotonic

λοξότης: -ητος, ἡ, πλάγια διεύθυνση, πλαγιότητα, λοξότητα, σε Στράβ.