λυτρωτής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λυτρωτής]]) [[λυτρώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απαλλάσσει από [[κάτι]], [[ελευθερωτής]], [[σωτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[λυτρωτής]] του κόσμου» ή, [[απλώς]], «ο Λυτρωτής» — ο Ιησούς [[Χριστός]].
|mltxt=ο (AM [[λυτρωτής]]) [[λυτρώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απαλλάσσει από [[κάτι]], [[ελευθερωτής]], [[σωτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[λυτρωτής]] του κόσμου» ή, [[απλώς]], «ο Λυτρωτής» — ο Ιησούς [[Χριστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λυτρωτής:''' -οῦ, ὁ ([[λυτρόω]]), [[απολυτρωτής]], [[ελευθερωτής]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτρωτής Medium diacritics: λυτρωτής Low diacritics: λυτρωτής Capitals: ΛΥΤΡΩΤΗΣ
Transliteration A: lytrōtḗs Transliteration B: lytrōtēs Transliteration C: lytrotis Beta Code: lutrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ransomer, redeemer, LXX Ps.18(19).15, Act.Ap.7.35.

Greek (Liddell-Scott)

λυτρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπολυτρώνων, ἐλευθερωτής, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 35, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur, rédempteur.
Étymologie: λυτρόω.

English (Strong)

from λυτρόω; a redeemer (figuratively): deliverer.

English (Thayer)

λυτρωτου, ὁ (λυτρόω), redeemer; deliverer, liberator: Sept. Philo de sacrif. Ab. et Cain. § 37 under the end); for גֹּאֵל, of God, Psalm 78:35>). Not found in secular authors.

Greek Monolingual

ο (AM λυτρωτής) λυτρώνω
1. αυτός που απαλλάσσει από κάτι, ελευθερωτής, σωτήρας
2. φρ. «ο λυτρωτής του κόσμου» ή, απλώς, «ο Λυτρωτής» — ο Ιησούς Χριστός.

Greek Monotonic

λυτρωτής: -οῦ, ὁ (λυτρόω), απολυτρωτής, ελευθερωτής, σε Καινή Διαθήκη