μαψυλάκας: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαψυλάκας]], ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)<br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει [[μάταια]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μάψ</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[ὑλακή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑλῶ</i> «[[γαβγίζω]]»), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=[[μαψυλάκας]], ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)<br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει [[μάταια]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] το ίδιο [[πράγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μάψ</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[ὑλακή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὑλῶ</i> «[[γαβγίζω]]»), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαψῠλάκᾱς:''' -ου, ὁ ([[ὑλάω]], [[ὑλακή]]), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. [[επαναλαμβάνω]] ένα [[πράγμα]] [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰκ], α, ὁ, (ὑλάω, ὑλακτῶ)
A idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui bavarde à tort et à travers.
Étymologie: μάψ, ὑλάσσω.
English (Slater)
μαψυλάκας
1 chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) (N. 7.105)
Greek Monolingual
μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)
1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια
2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
μαψῠλάκᾱς: -ου, ὁ (ὑλάω, ὑλακή), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. επαναλαμβάνω ένα πράγμα ξανά και ξανά, σε Πίνδ.