μεθημερινός: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεθημερινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) ο διαλείπων [[κάθε]] [[μέρα]], αυτός που επισυμβαίνει [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ μεθημερινόν</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όχι νυκτερινές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμερινός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἦμαρ]])]. | |mltxt=[[μεθημερινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) ο διαλείπων [[κάθε]] [[μέρα]], αυτός που επισυμβαίνει [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ μεθημερινόν</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όχι νυκτερινές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμερινός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἦμαρ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεθημερῐνός:''' -ή, -όν ([[ἡμέρα]]), αυτός που συμβαίνει κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Ξεν., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (ἡμέρα)
A by day, φῶς Pl.Ti.45c; φυλακαί X.Lac. 12.2; μ. γάμοι prostitution in open daylight, D.18.129, cf. Ph.1.155; τὸ μεθημερινόν (sc. μέρος) Pl.Sph.220d. 2 of fevers, remittent quotidian, Gal. 17(1).221.
German (Pape)
[Seite 112] ή, όν, was bei Tage geschieht, im Ggstz von νυκτηρινόν, Plat. Soph. 220, l; Sp. wie Plut.; – γάμοι, täglich, Dem. 18, 129; vgl. Lob. zu Phryn. p. 54; Cic. ad Her. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
μεθημερῐνός: -ή, -όν, (ἡμέρα) ὁ καθ’ (ἢ μεθ’) ἡμέραν, ὁ συμβαίνων ἢ γινόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, Λατ. diurnus, φῶς Πλάτ. Τίμ. 45C· φυλακαὶ Ξεν. Λακ. 12, 2· μ. γάμοι, πορνικῶς γενόμενοι ἐν καιρῷ τῆς ἡμέρας, Δημ. 270. 10, ἔνθα ἴδε Reisk., πρβλ. Φίλωνα 1. 155· - τὸ μεθημερινόν, ὡς ἐπίρρ. ἐν ἡμέρᾳ, Πλάτ. Σοφ. 220D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de jour, qui se fait pendant le jour;
2 qui se fait en plein jour.
Étymologie: μετά, ἡμέρα.
Greek Monolingual
μεθημερινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.)
2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα
3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν
κατά τη διάρκεια της ημέρας, την ημέρα
4. φρ. «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας, όχι νυκτερινές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἡμερινός (< ἦμαρ)].
Greek Monotonic
μεθημερῐνός: -ή, -όν (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.