μερίτης: Difference between revisions
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μερίτης]], ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις)<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει σε [[κάτι]], [[μέτοχος]] («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μερίτης]] γίγνομαί τινι» — [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[συμμέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |mltxt=[[μερίτης]], ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις)<br /><b>1.</b> αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[κάτι]], που συμμετέχει σε [[κάτι]], [[μέτοχος]] («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μερίτης]] γίγνομαί τινι» — [[συμμετέχω]] με κάποιον σε [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[συμμέτοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μερίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[μερίς]]), [[μέτοχος]], <i>τινός</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (μερίς)
A partaker, sharer, τῆς ὠφελείας D.32.25, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.
German (Pape)
[Seite 135] ὁ, Theilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Theil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6.
Greek (Liddell-Scott)
μερίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μερὶς) μέτοχος, τινὸς Δημ. 889. 7· τινί τινος, ὁ μετέχων μετά τινος ἄλλου ἔκ τινος πράγματος, Πολύβ. 8. 31, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui participe, participant à, gén..
Étymologie: μέρος.
Greek Monolingual
μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις)
1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.)
2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» — συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. -ίτης].