μοιχικός: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μοιχικός]], -ή, -όν) [[μοιχός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη [[μοιχεία]] («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για [[μοιχεία]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μοιχεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιχικῶς</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μοιχικός]], -ή, -όν) [[μοιχός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη [[μοιχεία]] («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για [[μοιχεία]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μοιχεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιχικῶς</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μοιχικός:''' -ή, -όν, [[μοιχικός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μοιχεία]], <i>μοιχικαὶ διαβολαί</i>, κατηγορίες για [[διάπραξη]] μοιχείας, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A adulterous, λέκτρα Ps.-Phoc.178; ᾠδαί Ath.15.697b; of persons, Plu.2.18e; μ. διαβολαί accusations of adultery, Luc.Cal.14.
German (Pape)
[Seite 199] ehebrecherisch, λέκτρα, Phocyl. 166, u. öfter bei Plut.; διαβολαί, wegen Ehebruchs, Luc. calumn. 14. – Adv. μοιχικῶς, Schol. Lycophr. 87.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχικός: -ή, -όν, εἰς μοιχείαν ἀνήκων, λέκτρα Ψευδο-Φωκυλ. 166· ᾠδαὶ Ἀθήν. 697Β· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 18F· μ. διαβολαί, κατηγορίαι ἐπὶ μοιχείᾳ, Λουκ. π. Διαβολ. 14. - Ἐπίρρ. μοιχικῶς, Ἀθαν. ΙΙ, 1173Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 d’adultère, qui concerne l’adultère;
2 enclin à l’adultère.
Étymologie: μοιχός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μοιχικός, -ή, -όν) μοιχός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.)
2. επιρρεπής προς τη μοιχεία.
επίρρ...
μοιχικῶς (ΑΜ)
με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.
Greek Monotonic
μοιχικός: -ή, -όν, μοιχικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιχεία, μοιχικαὶ διαβολαί, κατηγορίες για διάπραξη μοιχείας, σε Λουκ.