μῆρα: Difference between revisions
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μῆρα]], τὰ (Α)<br />οι μηροί («κατὰ [[μῆρα]] κάη καὶ [[σπλάγχνα]] πάσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μηρός]]. | |mltxt=[[μῆρα]], τὰ (Α)<br />οι μηροί («κατὰ [[μῆρα]] κάη καὶ [[σπλάγχνα]] πάσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μηρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῆρα:''' τά, =[[μηρία]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τά, old pl. of
A μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι . . πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.
Greek (Liddell-Scott)
μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.
English (Autenrieth)
see μηρίον.
Greek Monolingual
μῆρα, τὰ (Α)
οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός.
Greek Monotonic
μῆρα: τά, =μηρία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.