μελίγλωσσος: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελίγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[γλῶσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρβαρό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>)]. | |mltxt=[[μελίγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[γλῶσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρβαρό</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>γλωσσος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελίγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[γλώσσα]], [[φωνή]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A honey-tongued, πειθοῦς ἐπαοιδαί A. Pr.173 (anap.); ἀοιδαί B. Fr.3.2; ἀηδών, of a poet, Id.3.97; ἔπη Ar. Av.908 (lyr.); Πιερίδες Epigr.Gr. 228a2 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 122] honigzungig, süß, angenehm redend; πειθώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.
Greek (Liddell-Scott)
μελίγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει χάριν Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· Πιερίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la langue de miel, à la douce parole.
Étymologie: μέλι, γλῶσσα.
Greek Monolingual
μελίγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος)].
Greek Monotonic
μελίγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που έχει γλυκιά γλώσσα, φωνή, σε Αισχύλ., Αριστοφ.