μύστις: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύστις]], -ιδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μύστης]].
|mltxt=[[μύστις]], -ιδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μύστης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μύστις:''' -ῐδος,<br /><b class="num">I.</b> θηλ. του [[μύστης]], ως επίθ., [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[μυσταγωγός]], σε Ανακρεόντ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστῐς Medium diacritics: μύστις Low diacritics: μύστις Capitals: ΜΥΣΤΙΣ
Transliteration A: mýstis Transliteration B: mystis Transliteration C: mystis Beta Code: mu/stis

English (LSJ)

ῐδος, fem. of μύστης, IG3.914, Porph.Antr.18: usu. metaph.,

   A initiate or initiator, μ. νάματος ἡ Κύπρις Anacreont.4.12; πενίης μύστι, λάγυνε AP9.229 (Marc.Arg.); μ. τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιστήμης, of Σοφία, LXX Wi.8.4; [ψυχὴ] τῶν τελείων μ. τελετῶν Ph.1.173.

German (Pape)

[Seite 223] ιδος, ἡ, fem. zu μύστης, die Eingeweih'te, sp. D.; auch μύστι πενίης, M. Arg. 18 (IX, 229). – Auch = die Einweihende, μύστις νάματος ἡ Κύπρις, Anacr. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 initiée;
2 initiatrice;
3 mystique.
Étymologie: fém. de μύστης.

Greek Monolingual

μύστις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μύστης.

Greek Monotonic

μύστις: -ῐδος,
I. θηλ. του μύστης, ως επίθ., μυστικός, απόκρυφος, σε Ανθ.
II. μυσταγωγός, σε Ανακρεόντ.