μουνάξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουνάξ]] (Α, Μ [[μονάξ]])<br /><b>επίρρ.</b> μεμονωμένα, [[χωριστά]] (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε [[μονομαχία]], <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦνος]], ιων. τ. του [[μόνος]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἅπαξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[μοναξιά]])].
|mltxt=[[μουνάξ]] (Α, Μ [[μονάξ]])<br /><b>επίρρ.</b> μεμονωμένα, [[χωριστά]] (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε [[μονομαχία]], <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦνος]], ιων. τ. του [[μόνος]], πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ἅπαξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[μοναξιά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουνάξ:''' ([[μοῦνος]]), επίρρ., [[χωριστά]], σε [[μονομαχία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνάξ Medium diacritics: μουνάξ Low diacritics: μουνάξ Capitals: ΜΟΥΝΑΞ
Transliteration A: mounáx Transliteration B: mounax Transliteration C: mounaks Beta Code: mouna/c

English (LSJ)

Adv., (μοῦνος)

   A singly, ὀρχήσασθαι Od.8.371; μ. κτεινομένων in single combat, 11.417.

German (Pape)

[Seite 210] einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσθαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416. s. das ion. μουνάξ.

Greek (Liddell-Scott)

μουνάξ: Ἐπίρρ. (μοῦνος) κατὰ μόνας, χωριστά, ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371· μ. κτεινομένων, ἐν μονομαχίᾳ, Λ. 417.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονάξ.

Greek Monolingual

μουνάξ (Α, Μ μονάξ)
επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ.
β. «μουνὰξ κτεινομένων» — αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. του μόνος, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)].

Greek Monotonic

μουνάξ: (μοῦνος), επίρρ., χωριστά, σε μονομαχία, σε Ομήρ. Οδ.