μηλίς: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηλίς]], -[[ίδος]], ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. [[μαλίς]])<br />κίτρινο [[χρώμα]], ώχρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέντρο]] [[μηλιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η [[βλέννα]] («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι [[μάλιστα]] νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>)]. | |mltxt=[[μηλίς]], -[[ίδος]], ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. [[μαλίς]])<br />κίτρινο [[χρώμα]], ώχρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[δέντρο]] [[μηλιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η [[βλέννα]] («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι [[μάλιστα]] νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[μῆλον]] Β), = [[μηλέα]], Δωρ. μᾱλίς, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ, (μῆλον B)
A = μηλέα, Ibyc.1; Dor. μᾱλίς Theoc. 8.79.
μηλίς (B), ίδος, ἡ,
A a distemper of asses, prob. glanders, Arist.HA 605a16.
μηλίς (C), ίδος, ἡ,
A yellow pigment, Plu.2.58d; cf. Μηλιάς, Μήλιος 11.
German (Pape)
[Seite 172] ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.
Greek (Liddell-Scott)
μηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον Β) = μηλέα, Ἴβυκ. 1· μᾱλίς, Θεόκρ. 8. 79.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².
Greek Monolingual
μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)
κίτρινο χρώμα, ώχρα
αρχ.
1. το δέντρο μηλιά
2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές
3. ονομασία μιας ασθένειας του όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].