μισθοφόρος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(25) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μισθοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας [[μισθό]]<br /><b>2.</b> (ως ουσ. συν. στον πληθ.) <i>οι μισθοφόροι</i><br />έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=ο (Α [[μισθοφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας [[μισθό]]<br /><b>2.</b> (ως ουσ. συν. στον πληθ.) <i>οι μισθοφόροι</i><br />έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λαμβάνει [[μισθό]] ή [[πληρωμή]], που παρέχει δημόσια [[υπηρεσία]] αντί μισθού, [[μισθοφόρος]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>μισθοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, <i>μισθοφόροι τριήρεις</i>, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 191] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισθοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοφόρος: -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, μισθωτός, μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― ὡσαύτως, μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα πλήρωμα ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit un salaire, une solde ; subst. soldat mercenaire, soldat en gén.
Étymologie: μισθός, φέρω.
Greek Monolingual
ο (Α μισθοφόρος, -ον)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό
2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι
έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του
αρχ.
φρ. «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -φόρος].
Greek Monotonic
μισθοφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που λαμβάνει μισθό ή πληρωμή, που παρέχει δημόσια υπηρεσία αντί μισθού, μισθοφόρος, σε Πλάτ., Δημ.
II. ως ουσ., μισθοφόροι, οἱ, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μισθοφόροι τριήρεις, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.