νεηκονής: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεηκονής]], -ές (Α)<br />[[νεήκης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκόνη]]. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -<i>ακονής</i>) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[νεηκονής]], -ές (Α)<br />[[νεήκης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκόνη]]. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -<i>ακονής</i>) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεηκονής:''' -ές ([[ἀκόνη]]), = [[νεηκής]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεηκονής Medium diacritics: νεηκονής Low diacritics: νεηκονής Capitals: ΝΕΗΚΟΝΗΣ
Transliteration A: neēkonḗs Transliteration B: neēkonēs Transliteration C: neikonis Beta Code: nehkonh/s

English (LSJ)

ές, (ἀκόνη) = foreg., S.Aj.820.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu geschärft, θηγάνῃ νεηκονής, vom Schwerte, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

νεηκονής: -ές, (ἀκόνη) = νεηκής, Σοφ. Αἴ. 820.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεήκης.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.

Greek Monolingual

νεηκονής, -ές (Α)
νεήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκόνη. Το -η- του τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

νεηκονής: -ές (ἀκόνη), = νεηκής, σε Σοφ.