νεανίευμα: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[νεανίευμα]]) [[νεανιεύομαι]]<br />(με κακή σημ.) [[νεανικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, απερίσκεπτη [[πράξη]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[νεανίευμα]]) [[νεανιεύομαι]]<br />(με κακή σημ.) [[νεανικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, απερίσκεπτη [[πράξη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεᾱνίευμα:''' -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική [[σημασία]]) απερίσκεπτη [[ενέργεια]] ή [[απερίσκεπτος]] [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξις ἢ λόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d’audace, d’imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.
Greek Monotonic
νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.